- Βακτρίων
- Βάκτριοςfem gen plΒάκτριοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πάρθοι — Αρχαίος ιρανικός λαός, εγκατεστημένος από τους αρχαιότατους χρόνους στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας –που από αυτούς ονομάστηκε Παρθία– η οποία συνορεύει με την Υρκανία, τη Μηδία, την Καρμανία, την Αριανή και την περσική έρημο. Πολεμιστές… … Dictionary of Greek
κραδαίνω — (AM κραδαίνω) 1. δονώ, πάλλω κάτι με δύναμη, ταρακουνώ (α. «ἐφαίνετο Παλλὰς κραδαίνουσ ἔγχος», Ευρ. β. «ἔσειεν ὁ θεὸς τῆς ἡμέρας πολλάκις... τὸ γὰρ ἔδαφος ἐκραδαίνετο», Συνέσ.) 2. προκαλώ ανησυχία και ταραχή («τοὺς πέραν βακτρίων Ἰνδοὺς ἐφόβησε… … Dictionary of Greek